- ανθρακαποθήκη
- η угольный склад; угольная яма (на судне)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθρακαποθήκη — η αποθήκη για τη φύλαξη ανθράκων, καρβουναποθήκη … Dictionary of Greek
ανθρακαποθήκη — η καρβουναποθήκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
καρβουναποθήκη — η αποθήκη με κάρβουνα, ανθρακαποθήκη, καρβουναρειό … Dictionary of Greek
καρβουναρειό — το [καρβουνάρης] 1. ανθρακαποθήκη, καρβουναποθήκη 2. τόπος όπου παράγονται κάρβουνα … Dictionary of Greek
καρβουνιέρα — και καρβουνιάρα, η 1. ανθρακαποθήκη, καρβουναποθήκη 2. (για πλοία) η γαιανθρακαποθήκη 3. (για ιστιοφόρα) τριγωνικό ιστίο που αναρτάται από τον πρότονο τής στήλης τού επιδρόμου, η προτονίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρβουνο + κατάλ. ιέρα (πρβλ. αλατ ιέρα,… … Dictionary of Greek